- ύλη
- Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που χαρακτηρίζεται από μάζα. Από την άποψη αυτή, στον ορισμό περιλαμβάνεται και η ενέργεια στην οποιαδήποτε μορφή της, δεδομένου ότι υπάρχει η δυνατότητα μετατροπής της ενέργειας σε μάζα και αντίστροφα (σχετικότητας θεωρία της-). Ακόμα και σωμάτια που στερούνται μάζας, όπως τα φωτόνια και τα νετρόνια, θεωρούνται στη φυσική υλικά σωμάτια, αφού είναι δυνατό να γίνουν αντιληπτά με όργανα. Κατά τις σύγχρονες απόψεις της επιστήμης, το Σύμπαν αποτελείται από ύλη και ακτινοβολούμενη ενέργεια: ως «ύλη» μπορεί να οριστεί ένα οποιοδήποτε είδος «μαζικής ενέργειας», που κινείται με ταχύτητες μικρότερες από την ταχύτητα του φωτός, και ως «ακτινοβολούμενη ενέργεια» ένα οποιοδήποτε είδος «μαζικής ενέργειας» που κινείται με την ταχύτητα του φωτός. Τα διάφορα είδη της ύ. λέγονται ουσίες. Η χημεία είναι η επιστήμη των ουσιών, μελετά τη δομή τους, τις ιδιότητες τους ή τις αντιδράσεις τους, που τις μεταβάλλουν σε άλλες ουσίες.
δομή της ύ. Το πρόβλημα της δομής της ύ. υπήρξε από τα αρχαιότατα χρόνια θέμα διερεύνησης για τους φιλόσοφους και τους επιστήμονες. Η πεποίθηση ότι η ύ. δεν είναι συνεχής και ότι δε θα μπορούσε να είναι απεριόριστα διαιρετή σε μέρη πάντοτε μικρότερα, οδήγησε στην ατομική φιλοσοφία του Δημόκριτου. Είκοσι αιώνες αργότερα όμως, ο Ντάλτον έθεσε τα επιστημονικά θεμέλια στην ατομική θεωρία της ύ., τα οποία είναι η βάση της σύγχρονης χημείας και της φυσικής. Σήμερα γνωρίζουμε ότι το μικρότατο μερίδιο (σωμάτιο) ενός υλικού σώματος (όχι μείγματος), το οποίο διατηρεί όλες τις χημικές ιδιότητες αυτού του υλικού σώματος, είναι το μόριό του, που και αυτό αποτελείται από άτομα. Ενώ πρακτικά είναι δυνατός ένας απεριόριστος αριθμός από διάφορα μόρια (από τα πιο μικρά των απλούστερων ανόργανων ουσιών ως τα μακρομόρια από εκατομμύρια άτομα των οργανικών ενώσεων της ζώσης ύλης) υπάρχουν μόνο λίγο περισσότερα από ενενήντα είδη διάφορων σταθερών ατόμων, που αντιστοιχούν σε ισόποσα χημικά στοιχεία. Ο αριθμός των δυνατών διαφορετικών ατόμων φτάνει γύρω στα εκατό, αν υπολογιστούν τα ισότοπα και τα ασταθή άτομα των φυσικών και τεχνητών ραδιενεργών στοιχείων.
Αντίθετα προς αυτό που δηλώνει η λέξη, κάθε άτομο (άτμητο, εκείνο που δεν τέμνεται) διασπάται κι έτσι αποκαλύπτεται ότι και αυτό αποτελείται από ένα κεντρικό πυρήνα και από ένα περιφερειακό νέφος ηλεκτρονίων. Ο αριθμός αυτός των ηλεκτρονίων χαρακτηρίζει τα άτομα του κάθε στοιχείου και εξηγεί τις φυσικές και χημικές ιδιότητες του. Ο πυρήνας πάλι με τη σειρά του προκύπτει ότι αποτελείται κι αυτός από πρωτόνια και νετρόνια.
Περιοδικός πίνακας των στοιχείων. Η μεγάλη διαφοροποίηση των φυσικών και χημικών ιδιοτήτων που παρουσιάζουν τα διάφορα στοιχεία εξηγήθηκε μόνο αφού η θεωρία και η εμπειρία απέδειξαν ότι τα ηλεκτρόνια στο άτομο, αν και διατρέχουν ελλειπτικές τροχιές γύρω από τον πυρήνα με την ενέργεια των νόμων της κλασικής μηχανικής, μπορούν να βρεθούν μόνο σε καθορισμένες ενεργειακές καταστάσεις, δηλαδή σε εκείνες που αντιστοιχούν κυρίως σε ένα καθορισμένο αριθμό τροχιών (μηχανική κβαντική). Επειδή οι πληροφορίες μας για τις τροχιές στο εσωτερικό του ατόμου χάνουν τη σημασία τους (με την έννοια ότι το ηλεκτρόνιο μπορεί να βρεθεί με διάφορες πιθανότητες σε διαφορετικές θέσεις μέσα στο χώρο), μιλούμε για ατομικά «orbitals» (χρησιμοποιείται ο διεθνής όρος αντί της ελληνικής απόδοσης «τροχιακό», που δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτυχής), αντί για τροχιές (orbits). H λύση του προβλήματος έγινε δυνατή με τη διατύπωση μιας πρόσθετης υπόθεσης, της «απαγορευτικής αρχής», σύμφωνα με την οποία σ’ ένα δεδομένο «orbital» μπορούν να συνυπάρξουν το πολύ δύο ηλεκτρόνια, αρκεί να είναι προσανατολισμένα στις μαγνητικές ροπές τους σε αντίθετες φορές. Έτσι εξηγείται π.χ. πως το άτομο του ηλίου (με δύο ηλεκτρόνια που συμπληρώνουν τη στάθμη της ελάχιστης ενέργειας) είναι ιδιαίτερα σταθερό, δηλαδή χημικά αδρανές, ενώ το επόμενο στοιχείο, το λίθιο (του οποίου το άτομο έχει τρία ηλεκτρόνια, το ένα από τα οποία πρέπει να βρίσκεται αναγκαστικά σε υψηλότερη στάθμη ενέργειας και γι’ αυτό να είναι συνδεμένο με τον πυρήνα λιγότερο σταθερά από όσο τα δύο άλλα ηλεκτρόνια) είναι ένα μονοσθενές μέταλλο. Εξηγείται ακόμα η πιθανότητα να χάσει εύκολα το εξώτερο ηλεκτρόνιό του από την άποψη της φυσικής (η αγωγιμότητα του ηλεκτρισμού στα μέταλλα οφείλεται στη διάδοση ενός ρεύματος από ελεύθερα ηλεκτρόνια) και από την άποψη της χημείας (ο σχηματισμός θετικών ιόντων είναι χαρακτηριστικό των μονοσθενών μετάλλων).
Γενικά, τα ατομικά ηλεκτρόνια, για να εκφραστούμε απλούστερα, είναι διατεταγμένα σε στοιβάδες, καθεμιά από τις οποίες αποτελείται από περισσότερα «orbitals» (ή στάθμες) ενέργειας, κατά προσέγγιση ίσα, που μπορούν να περιλάβουν το «μέγιστο» καθορισμένο αριθμό ηλεκτρονίων. Η δομή αυτή κατά στοιβάδες εξηγεί γιατί κάθε φορά που ο αριθμός των ηλεκτρονίων του ατόμου είναι τόσος ώστε να συμπληρώνει την εξώτερη στοιβάδα, έχουμε ένα άτομο ευγενούς αερίου (ηλίου, αργού, νέου, κρυπτού, ξένου), ενώ κάθε φορά που υπάρχει ένα εξωτερικό ηλεκτρόνιο, εκτός από τη συμπληρωμένη στοιβάδα, επισημαίνουμε την παρουσία ενός αλκαλικού μέταλλου (λιθίου, νατρίου, καλίου, ρουβιδίου, καισίου) και, κάθε φορά που λείπει ένα ηλεκτρόνιο για να συμπληρωθεί η στοιβάδα, συναντούμε ένα αλογόνο (φθόριο, χλώριο, βρώμιο, ιώδιο). Οι διαφορετικοί αριθμοί ηλεκτρονίων που μπορεί να περιέχονται σε κάθε στοιβάδα, συμπίπτουν με το διαφορετικό μήκος των περιόδων του πίνακα του Μεντελέγεβ (στοιχεία), όπου ακριβώς όλες αρχίζουν με ένα ευγενές αέριο και τελειώνουν με ένα αλογόνο.
Χημικός δεσμός. Η μοριακή δομή της ύ. εξηγείται επίσης με τους νόμους της κβαντικής μηχανικής. Στο μόριο, όπως και στο άτομο, το ηλεκτρόνιο δεν κινείται πάνω σε μια καθορισμένη τροχιά (orbit), αλλά βρίσκεται σε μια καθορισμένη στάθμη ενέργειας (στην περίπτωση αυτή μιλούμε για μοριακό orbital) με διαφορετικές πιθανότητες να βρεθεί σε διαφορετικά σημεία του καθορισμένου χώρου. Αν, π.χ., θεωρήσουμε το απλούστερο δυνατό μόριο, το ιονισμένο μόριο του υδρογόνου (το οποίο αποτελείται από δύο πυρήνες υδρογόνου και ένα μόνο ηλεκτρόνιο), διαπιστώνουμε ότι υπάρχει μια στοιβάδα του συστήματος στην οποία έχει μεγάλη πιθανότητα να βρεθεί το ηλεκτρόνιο: στη ζώνη ανάμεσα στους δύο πυρήνες υδρογόνου. Στην περιοχή αυτή, το ηλεκτρόνιο (αρνητικό) ασκεί στους πυρήνες (θετικούς) έλξη μεγαλύτερη από την αμοιβαία απώθησή τους. Με μια τέτοια διάταξη, το σύστημα, για μια ορισμένη διαπυρηνική απόσταση, βρίσκεται σε μια σταθερή ισορροπία, δηλαδή η ολική του ενέργεια είναι ελάχιστη. Η σταθερότητα του μορίου είναι άμεση συνέπεια της αρχής της απροσδιοριστίας της κβαντικής μηχανικής, καθόσον με την ελάττωση της διαπυρηνικής απόστασης αυξάνεται η κινητική ενέργεια του ηλεκτρόνιου, ως συνέπεια της αυξημένης απροσδιοριστότητας της ώθησης και γίνεται αδύνατη η περαιτέρω προσέγγιση των δύο πυρήνων.
Στο ουδέτερο μόριο του υδρογόνου, τα ηλεκτρόνια είναι δύο. Σύμφωνα με την αρχή του Πάουλι, το δεύτερο ηλεκτρόνιο μπορεί επίσης να βρίσκεται στην ίδια στοιβάδα με το πρώτο κι έτσι το μόριο γίνεται σταθερό. Ο δεσμός μεταξύ των δύο ατόμων υδρογόνου στο μόριο μπορεί γι’ αυτό να διατηρείται και να αποτελείται από ένα ζεύγος ηλεκτρονίων στο ίδιο orbital, με μαγνητικές ροπές όμως των ηλεκτρονίων αντίθετες, που ασκούν στους πυρήνες μια έλξη ικανή να τους κρατεί συνδεμένους. Στα διατομικά μόρια με περισσότερα ηλεκτρόνια προκύπτουν μοριακά orbitals που κατέχουν υψηλότερες από τη θεμελιώδη στάθμες ενέργειας, όπου κάθε orbital συμπληρώνεται από ένα ζεύγος ηλεκτρονίων. Ωστόσο, όλα τα δυνατά μοριακά orbitals δεν έχουν ηλεκτρονική διαμόρφωση τέτοια, ώστε αυτή να οδηγεί σε έλξη μεταξύ των δύο πυρήνων: σε μερικές περιπτώσεις η ενέργεια του συστήματος δεν έχει μια ελάχιστη τιμή που ν’ αντιστοιχεί σε μια ορισμένη διαπυρηνική απόσταση, αλλά μειώνεται ομαλά όταν αυξάνεται η απόσταση αυτή. Ανάλογα όμως με τον αριθμό των ηλεκτρονίων που βρίσκονται σε orbitals αυτού του τύπου («orbitals» αντιδεσμού), το μόριο θα είναι ή απόλυτα σταθερό ή ασταθές. Αυτό εξηγεί, π.χ., πώς δεν μπορούν να υπάρχουν μόρια ηλίου σταθερά: δύο από τα τέσσερα ηλεκτρόνια των δύο ατόμων θα έπρεπε να βρίσκονται σ’ έναν orbital αντιδεσμό, με ενέργεια τόση, ώστε το μόριο να γίνεται ασταθές, παρά την παρουσία του δεσμού των άλλων δύο ηλεκτρονίων. Η θεωρία του μοριακού δεσμού μπορεί να επεκταθεί και στα πολυατομικά μόρια και είναι σε θέση να εξηγήσει τη διαμόρφωση (διάταξη) και τη συμμετρία στο χώρο των μορίων αυτών: π.χ. 90° της γωνίας μεταξύ των δύο δεσμών υδρογόνου-οξυγόνου του ύδατος (Η
2Ο) και την τετραεδρική συμμετρία του μεθάνιου (CH
4).
Κατάσταση ενσωμάτωσης. Οι διάφορες φυσικές ιδιότητες των καταστάσεων ενσωμάτωσης (στερεά, υγρά και αέρια) εξηγούνται και αυτές σε συνάρτηση προς την ατομική και μοριακή δομή των υλικών ουσιών. Στη στερεά κατάσταση τα μόρια χάνουν γενικά τον ξεχωριστό χαρακτήρα τους και τα άτομα που τα αποτελούν είναι διατεταγμένα σε κανονικά κρυσταλλικά πλέγματα. Ανάλογα με τον τύπο των δυνάμεων, στις οποίες οφείλεται κυρίως ο δεσμός που συγκρατεί στη θέση τους τα άτομα στο πλέγμα, διακρίνονται διάφοροι τύποι στερεών. Προπάντων βρίσκουμε ομοιοπολικούς κρυστάλλους, στους οποίους τα άτομα συνενώνονται μεταξύ τους από δεσμούς ίσους με εκείνους που υπάρχουν στα αντίστοιχα μόρια. Στον αδάμαντα, τυπικό παράδειγμα τέτοιων κρυστάλλων, κάθε άτομο άνθρακα περιβάλλεται από τέσσερα άλλα άτομα άνθρακα, διατεταγμένα στις κορυφές ενός τετράεδρου, και συνδέεται με αυτά με ζεύγη ηλεκτρονίων σε orbitals όμοια με εκείνο που σχηματίζει το δεσμό στο μόριο του άνθρακα, όταν βρίσκεται σε αέρια κατάσταση. Αντίθετα, στους ετεροπολικούς ή ιοντικούς κρυστάλλους, όπως είναι του χλωριούχου νάτριου, η μεγαλύτερη συμβολή στην ενέργεια του δεσμού οφείλεται απλώς στην ηλεκτροστατική έλξη (νόμος του Κουλόμπ) μεταξύ των θετικών ιόντων του νάτριου και των αρνητικών ιόντων του χλώριου, που εναλλάσσονται στο πλέγμα. Μόνο στα στερεά που χαρακτηρίζονται με το όνομα του βαν ντερ Βάαλς, τα μόρια διατηρούν τον ξεχωριστό χαρακτήρα τους και είναι αυτά τα ίδια διατεταγμένα κανονικά στο κρυσταλλικό πλέγμα. Στον τύπο αυτό ανήκουν π.χ. το στερεό άζωτο, το στερεό βενζόλιο και άλλοι υδρογονάνθρακες. Τέλος, εντελώς ιδιαίτερες ιδιότητες εμφανίζουν, όπως είναι γνωστό, τα μέταλλα στα οποία τα ηλεκτρόνια της εξώτερης στοιβάδας, που είναι ασυμπλήρωτη, παύουν να ανήκουν σ’ ένα ιδιαίτερο άτομο, αλλά μπορούν να μετακινηθούν ελεύθερα προς οποιοδήποτε σημείο του πλέγματος που σχηματίζεται έτσι από θετικά ιόντα στενά «συσκευασμένα». Οι μεταλλικές ιδιότητες, η υψηλή ηλεκτρική και θερμική αγωγιμότητα, η υψηλή ελατότητα, το χαμηλό σημείο τήξης (σε σχέση με το σημείο βρασμού) είναι μια άμεση συνέπεια της υψηλής ηλεκτρονικής κινητικότητας.
Στα υγρά, οι δυνάμεις που ενεργούν μεταξύ των μορίων είναι αρκετά όμοιες με εκείνες που ενεργούν στα στερεά· η ουσιαστική διαφορά είναι ότι η θερμική ανάμειξη κατάστρεψε την κανονική διάταξη του πλέγματος, επιτρέποντας έτσι στα άτομα και τα μόρια, που δεν είναι πλέον εντοπισμένα σε θέσεις ισορροπίας, να ξεχωρίζουν μεταξύ τους. Αν και σε πολύ μικρότερη αναλογία από τα στερεά, ακόμα και τα υγρά, σε συνθήκες ισορροπίας, εμφανίζουν ορισμένη διάταξη, που εκδηλώνεται ουσιαστικά με το γεγονός ότι σ’ αυτά η απόσταση μεταξύ των ατόμων (ή μεταξύ των μορίων) ορίζεται ακριβώς με την επίδραση δυνάμεων κυρίως ηλεκτρικών και είναι περίπου ίση με αυτή των στερεών. Η διάταξη αυτή λέγεται «διάταξη βραχείας απόστασης», σε αντίθεση με τη «διάταξη σε απόσταση», χαρακτηριστική των στερεών, στα οποία η κρυσταλλική διάταξη εκτείνεται σε όλο τον κρύσταλλο. Η διάταξη βραχείας απόστασης σε ζώνες, που έχουν μια ακτίνα 2-3 μοριακών διαμέτρων, δικαιολογεί τις ιδιότητες των υγρών και ιδιαίτερα την ευκολία με την οποία τα άτομα ή τα μόρια ξεχωρίζουν μεταξύ τους προς τα δε· δικαιολογεί επίσης την ισχυρή αντίδραση που εμφανίζουν τα υγρά στη συμπίεση, που καταλήγει τελικά σε μια ελάττωση της μέσης απόστασης μεταξύ των ατόμων ή των μορίων.
Ο ορισμός της υγρής κατάστασης ως διάταξης βραχείας απόστασης (σε αντίθεση με τη στερεή κατάσταση στην οποία υπάρχει μια διάταξη με απόσταση), μας διευκολύνει να κατανοήσουμε τη διαφορά μεταξύ των υγρών ουσιών (όπως, π.χ., το γυαλί), που θεωρούνται στερεά σώματα.
Με την αύξηση της θερμοκρασίας και η διάταξη βραχείας απόστασης τείνει να εξαφανιστεί, οπότε έχουμε τη μετάβαση στην αέρια κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από σχεδόν αμελητέα συνοχή. Από την άποψη αυτή, το υγρό μπορεί να θεωρηθεί ως μια ενδιάμεση κατάσταση –χωρίς να είναι απαραίτητο (εξάχνωση)– μεταξύ στερεάς και αέριας κατάστασης, που είναι οι θεμελιώδεις καταστάσεις συνοχής. Οι ιδιότητες των υγρών και περισσότερο ακόμη των αερίων καθορίζονται από φαινόμενα καθαρά στατιστικά, τα οποία μελετά η κινητική θεωρία των αερίων, περισσότερο από τις δυνάμεις ή από τις στοιχειώδεις δομές.
Κατανομή της ύλης στο Σύμπαν, που παρατηρείται σε φωτογραφία τηλεσκόπιου: το ελικοειδές νεφέλωμα που φαίνεται αποτελεί μια ζώνη σημαντικής συμπύκνωσης της ύλης· το αντίθετο συμβαίνει στις σκοτεινές ζώνες, όπου η ύλη έχει χαμηλή πυκνότητα.
Δομή της ύλης που παρατηρείται στο μικροσκόπιο: στη μικροφωτογραφία, μεγεθυμένη 350 φορές, τα διάφορα χρώματα οφείλονται στους διαφορετικούς προσανατολισμούς των κόκκων του σιδηρίτη του λευκοσίδηρου, με χαμηλή περιεκτικότητα άνθρακα.
Καταστάσεις ενσωμάτωσης της ύλης. Το ορυκτό αλάτι (φωτογραφία αριστερά) είναι τυπικό δείγμα ετεροπολικού κρυσταλλικού στερεού, στο οποίο το χλώριο και το νάτριο, εμφανίζονται σε άτομα που έχουν διάταξη, σύμφωνη με ένα κανονικό πλέγμα (σχήμα αριστερά). Το νερό (φωτ. στη μέση) είναι το αφθονότερο υγρό στη φύση: η δομή του χαρακτηρίζεται από μια διάταξη μικρής απόστασης των μορίων (σχήμα στη μέση). Στα αέρια (φωτογραφία δεξιά) τα μόρια είναι διατεταγμένα ακανόνιστα και η κατανομή τους ακολουθεί τους νόμους της στατιστικής (σχ. δεξιά).
* * *η / ὕλη, ΝΜΑ1. αυτό που υπάρχει στον χώρο, καταλαμβάνει έκταση, έχει διαστάσεις και βάρος και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις2. εκείνο από το οποίο κατασκευάζεται κάτι, το υλικό (α. «το μέταλλο αυτό περιέχει πολλές ξένες ύλες» β. «οἱ παρ' ἄκμονι... ὕλην ἄψυχον δημιουργοῡντες», Σοφ.)3. η υπόθεση, το περιεχόμενο μιας πραγματείας ή άλλου κειμένου (α. «βιβλίο φιλοσοφικής ύλης» β. «επιμέλεια ύλης» γ. «ὑποκειμένη ὕλη», Αριστοτ.δ. «ὕλη τραγική», Πολ.)4. φυσιολογικό ή παθολογικό έκκριμα τού σώματος (α. «κοπρανώδεις ύλες» β. «ἡ ὕλη τῶν ἐμπυημάτων», Γαλ.)νεοελλ.1. (φιλοσ.) α) (κατά την αρχαία ελλ. φιλοσ.) i) θεμελιώδης ουσία, από την οποία προέρχονται τα πάντα και η οποία μπορεί να είναι το νερό ή ο αέρας ή η γη ή το πυρ ή όλα αυτά μαζί ή ένα άπειρο πλήθος απειροελάχιστων άτμητων σωματιδίων, τών ατόμων, ή μία πραγματικότητα που εμπεριέχει μέσα της την αρχή τών ιδιοτήτων της και την πηγή τών κινήσεών τηςii) καθετί το άμορφο, που έχει μεν ύπαρξη, αλλά πρέπει να διαμορφωθεί από το είδοςiii) (ειδικότ. κατά τον Αριστοτ.) η «δυνάμει» πραγματικότητα, η εν τω χώρω ουσία που μπορεί να λάβει μορφή και κίνηση και η οποία υπόκειται σε γένεση και φθορά, σε αντιδιαστολή με το είδος, που είναι το μορφοποιό στοιχείο («ὕλη μάλιστα μὲν καὶ κυρίως τό ὑποκείμενον γενέσεως καὶ φθορᾱς δεκτικόν»)iv) (κατά τους πλατωνικούς και νεοπλατωνικούς) εκείνο το οποίο προϋπήρχε και είναι αγέννητο και από το οποίο ο θεός έπλασε τα πάντα («ἄλλοι δὲ, ἐν οἷς ἐστὶ καὶ ὁ... Πλάτων, ἐκ προϋποκειμένης καὶ ἀγεννήτου ὕλης πεποιηκέναι τὸν θεὸν τὰ ὅλα διηγοῡνταιμὴ ἂν γὰρ δύνασθαί τοι ποιῆσαι τὸν θεὸν εἰ μὴ προϋπέκειτο ἡ ὕλη», Αθανάσ.)β) (κατά τον Καρτέσιο) η εκτατή ουσία που καταλαμβάνει τον χώρο και τής οποίας η κίνηση διέπεται από μηχανικούς νόμους, σε αντιδιαστολή με τη νοητή ύλη, με το πνεύμαγ) (κατά τον Καντ) το σύνολο τών δεδομένων τής εποπτείας, τα οποία μορφοποιούνται από την αυτενέργεια τού υποκειμένουδ) (κατά τον Χέγκελ) αντανάκλαση τού νου, μία από τις εκφάνσεις τής Απόλυτης Ιδέας κατά την κίνηση προς τον αυτοπροσδιορισμό τηςε) (κατά τον μηχαν. υλισμό) το μοναδικό στοιχείο τού κόσμου από το οποίο συγκροτούνται τα πάντα, ακόμη και η σκέψη, ο νους και η συνείδηση, τα οποία είναι εκκρίματα τού εγκεφάλουστ) (κατά τη μαρξιστ. αντίληψη) κατηγορία που δηλώνει την αντικειμενική πραγματικότητα, η οποία υπάρχει ανεξάρτητα από τη συνείδηση τού ανθρώπου και ανακλάται από αυτήν, αποτελώντας τη μοναδική, αιώνια και καθολική ουσία τού άπειρου στον χώρο και στον χρόνο κόσμου2. φυσ.-χημ. η ουσία από την οποία αποτελούνται όλα τα σώματα τού παρατηρήσιμου Σύμπαντος και η οποία χαρακτηρίζεται από φυσικές και χημικές ιδιότητες, αποτελεί μαζί με την ενέργεια τη βάση όλων τών πραγματικών φαινομένων, είναι, κατά τη σύγχρονη αντίληψη, ασυνεχής, αποτελούμενη από άτομα ή από συγκροτήματα ατόμων, τα μόρια, και εμφανίζεται υπό διαφορετικές καταστάσεις, όπως είναι η αέρια, η υγρά, η στερεά, καταστάσεις οι οποίες αντιστοιχούν σε διαφορετικούς τρόπους διάταξης τών δομικών μονάδων της3. το σύνολο τών γνώσεων που παραδίδονται στο πλαίσιο ενός γνωστικού αντικειμένου ή ενός σχολικού μαθήματος («διδακτέα ύλη»)4. οι σαρκικές απολαύσεις, οι απολαύσεις τού υλικού κόσμου, σε αντιδιαστολή με τις πνευματικές5. ζωολ. γένος ευρέως διαδεδομένων βατράχων, τυπικό τής οικογένειας υλίδες, που ανήκει στην τάξη άνουρα και έχει 460 περίπου είδη, κυρίως τού Νέου Κόσμου, γνωστά με την κοινή ονομασία δενδροβάτραχος6. φρ. α) «ύλη και αντιύλη»φυσ.-χημ. έκφραση που δηλώνει τον δυϊσμό τής ύλης, δηλαδή τη διάκρισή της σε δύο μορφές ή δύο τρόπους ύπαρξης τών στοιχειωδών σωματιδίων τα οποία απαντούν στο Σύμπαν, δηλαδή τών σωματιδίων τής κοινής, λεγόμενης, ύλης, όπως είναι τα ηλεκτρόνια, τα πρωτόνια ή τα νετρόνια κ.ά., από τα οποία αποτελούνται τα άτομά της, και τών αντίστοιχων αντισωματιδίων από τα οποία αποτελούνται τα άτομα τής αντιύλης, όπως είναι τα ποζιτρόνια, τα αντιπρωτόνια ή τα αντινετρόνια κ.ά.β) «κοινή ύλη»φυσ.-χημ. η συνήθης μορφή τής ύλης, την οποία ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται και η οποία αποτελείται από άτομα συγκροτημένα από τα στοιχειώδη σωματίδια, σε αντιδιαστολή με την αντιύλη, η οποία αποτελείται από άτομα συγκροτημένα από τα αντισωματίδιαγ) «ζώσα [ή έμβια] ύλη»(βιολ.-φιλοσ.) το σύνολο τών σύνθετων μοριακών, μακρομοριακών και κυτταρικών δομών οι οποίες συγκροτούν τα έμβια όνταδ) «πρώτες ύλες»(οικον.) όλα τα υλικά αγαθά τής πρωτογενούς ή δευτερογενούς παραγωγής, τα οποία χρησιμοποιούνται από τη βιομηχανία και από τη βιοτεχνία για την παραγωγή βιομηχανικών προϊόντωνε) «φυσικές πρώτες ύλες»(οικον.) οι πρώτες ύλες που προέρχονται από την πρωτογενή παραγωγή, λ.χ. από τη γεωργία, την αλιεία ή την εξόρυξη, και οι οποίες θεωρούνται ακατέργαστα υλικά, έστω και αν έχουν υποστεί ορισμένη επεξεργασία, όπως είναι ο εκκοκισμός τού βαμβακιού ή η απόσταξη ορισμένων υγρών και η λειοτρίβηση ορισμένων στερεών ορυκτώνστ) «τεχνητές πρώτες ύλες»(οικον.) τα χρησιμοποιούμενα στην παραγωγική διεργασία υλικά που δεν απαντούν άμεσα στη φύση, αλλά έχουν παραχθεί τεχνητά με χημική σύνθεση, όπως είναι λ.χ. η τεχνητή μέταξα, αλλ. συνθετικές πρώτες ύλεςζ) «φορολογητέα ύλη»(οικον.) το σύνολο τών εισοδημάτων για τα οποία πρέπει να καταβληθεί φόροςη) «γραφική ύλη» — τα απαραίτητα για τη γραφήθ) «τυπογραφική ύλη» — το περιεχόμενο ενός εντύπουι) «οικοδομήσιμες ύλες» — τα υλικά οικοδομώνμσν.-αρχ.το σώμα τού ανθρώπου, η υλική υπόστασή του, σε αντιδιαστολή με την ψυχή, το πνεύμα, τον νου(α. «τὴν μὲν ψυχήν ἀπὸ τοῡ δημιουργοῡ, τὸ δὲ σῶμα ἀπὸ τοῡ χοός, καὶ τὸ σαρκικὸν ἀπὸ τῆς ὕλης...», Ειρην. Απ.β. «παρὰ μὲν τῆς ὕλης λαβὼν τὸ σῶμα ἤδη προϋποστάσης, παρ' ἑαυτοῡ δὲ πνοὴν ἐνθείς», Γρηγ. Ναζ.)αρχ.1. δασώδης έκταση, δάσος, δρυμός («ἄγνυτον ὕλην πρυμνὴν ἐκτάμνοντες», Ομ. Ιλ.)2. θαμνώδης τόπος, συστάδες θάμνων, λαγκαδιά («εἰ δὲ τι καὶ ἄλλο ἐνῆν ὕλης ἢ καλάμου», Ξεν.)3. υλοτομημένα ξύλα, καυσόξυλα, ή ξυλεία κατεργασμένη, προοριζόμενη για διάφορες χρήσεις (α. «ὕλην περινήσας ὁ Ἀρκεσίλεως ἐνέπρησεν», Ηρόδ.β. «κόπτοντες τὰ δένδρα καὶ ὕλην ἀπεσαύρουν», Θουκ.γ. «ὅλως δὲ πρὸς ποῑα τῆς ὕλης ἑκάστη χρησίμη καὶ ποία ναυπηγήσιμος καὶ οἰκοδομική», Θεόφρ.)4. (ειδικά) α) δέσμη, δεμάτι από θάμνους, από κλαδιά θάμνωνβ) τα μικρά κλαδάκια με τα οποία τα πουλιά φτιάχνουν τη φωλιά τους5. ίζημα, κατακάθι6. φρ. α) «βασιλικαὶ ὕλαι» — οι βασιλικοί υλικοί πόροι (Φίλ.)β) «μέση ὕλη» — μέτρια διατροφή (Σωρ.)γ) «ἰατρικὴ ὕλη» ή, απλώς, «ὕλη» — το σύνολο τών θεμάτων τής ιατρικής (Γαλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. τόσο με το αρχ. νορβ. usli «καυτή στάχτη» όσο και με το λιθουαν. sula «λάσπη, πηλός» πρέπει να αποκλειστεί. Εξίσου απίθανη θεωρείται η σύνδεση τής λ. τόσο με το συνώνυμό της ξύλον όσο και με το ρ. ὕω. Η λατ., εξάλλου, λ. silva, που ανταποκρίνεται σε όλες τις σημ. τού ελλ. τ., δεν φαίνεται ότι έχει καμία ετυμολ. σχέση με αυτόν. Αρχική σημ. τής λ. ύλη θα πρέπει να ήταν «θαμνώδης τόπος, δάσος», από όπου το υλικό που προσφέρει το δάσος, δηλ. «ξύλο, ξυλεία». Στη συνέχεια η λ. χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει αφ' ενός το υλικό, γενικά, κάθε μορφή ύλης, με ποικίλες φιλοσοφικές προεκτάσεις και, αφ' ετέρου, την ακατέργαστη ύλη και ειδικότερα το καθίζημα, το κατακάθι στα διάφορα υγρά σώματα (πρβλ. το παράγωγο ρ. ὑλίζω «στραγγίζω» και το σύνθ. διυλίζω). Τέλος, η λ. ως όρος τής ζωολ. είναι αντιδάνεια, (πρβλ. νεολατ. hyla).ΠΑΡ. υλικός, υλώδηςαρχ.ὑλάζομαι, ὑλαῖος, ὑλήεις, ὑλίζω, ὕλιμος, ὕλιος, ὑλίτης, ὑλότης, ὑλοῦμαι, ὑλῷος.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) υλοβάτης, υλόβιος, υλοτόμος, υλωρόςαρχ.ὑλαγωγός, ὑλάρχιος, ὑληγενής, ὑληκοίτης, ὑλογράφος, ὑλοδίαιτος, ὑλοδρόμος, ὑλοκάτοικος, ὑλόκομος, ὑλοκόπος, ὑλομανής, ὑλομαχῶ, ὑλονόμος, ὑλοσκόπος, ὑλοτόμος, ὑλοτραφής, ὑλουργός, ὑλοφάγος, ὑλοφορβός, ὑλοφόροςμσν.ὑλοχαρήςνεοελλ.υλοδοξία, υλοζωισμός, υλοποιώ. (Β' συνθετικό) άϋλοςαρχ.ἄνυλος, ένυλος, πολύϋλος].
Dictionary of Greek. 2013.